αντίμολπος

αντίμολπος
ἀντίμολπος, -ον (Α) [μολπή]
1. αυτός που ηχεί διαφορετικά
2. φρ. «ἀντίμολπον ἧκεν ὀλολυγῆς κωκυτόν» — ξέσπασε σε θρήνο αντί σε χαρούμενο κλάμα
«ὕπνου τόδ' ἀντίμολπον... ἄκος» — τραγούδι που διώχνει τη νύστα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀντίμολπον — ἀντίμολπος sounding instead of masc/fem acc sg ἀντίμολπος sounding instead of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλπω — (ΑM μέλπω) 1. εξυμνώ κάποιον με άσματα («μέλποντες Ἑκάεργον», Ομ. Ιλ.) 2. τραγουδώ, άδω, ψάλλω (α. «είς τών δύο φρουρούντων μονομμάτων έμελπε κλέφτικον άσμα», Παπαδ. β. «καταγλαϊζόμένος καὶ μέλπων γηθόμενος», Μηναί.) αρχ. 1. μέσ. μέλπομαι α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”